ἀδωροδόκητον

ἀδωροδόκητον
ἀδωροδόκητος
incorruptible
masc/fem acc sg
ἀδωροδόκητος
incorruptible
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συντηρώ — (I) άω, Ν παρατηρώ με προσοχή, παρακολουθώ («στα δάση που προπάτειενε συντήραν ένα ένα», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τηρώ «βλέπω»]. (II) συντηρῶ, έω, ΝΜΑ διατηρώ, διαφυλάσσω, προφυλάσσω (α. «χρειάζεται μεγάλη προσοχή για να τά συντηρήσεις» β …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”